Σε κάθε κρίσιμη καμπή της ανθρώπινης ιστορίας οι δημιουργοί του κοινωνικού πλούτου, οι εργαζόμενοι, υφίστανται τις πιο σοβαρές και δυστυχώς δυσμενείς αλλαγές που αφορούν την κάλυψη των βασικών αναγκών διαβίωσης τους. Η διαπίστωση αυτή δεν αφορά μόνο τις οικονομικές κρίσεις, που πυρήνας τους είναι η συσσώρευση πλούτου και η εξεύρεση νέων τρόπων εκμετάλλευσης αλλά και τις κοινωνικές ή ανθρωπιστικές κρίσεις όπως η βίαιη μετακίνηση πληθυσμών και η δημιουργία μεταναστευτικών ρευμάτων εξαιτίας πολέμων, περιβαλλοντικών καταστροφών, κοινωνικών αναταράξεων. Άλλα και η παγκοσμιοποίηση και η τεχνολογικές εφαρμογή επιφέρουν καθοριστικές αλλαγές στα ουσιώδη στοιχεία της εργασίας δηλ. στο χρόνο παροχής στον τόπο τον τρόπο και την οργάνωση αυτής. Οι αλλαγές μπορούν να εμφανίζονται ως συνέπεια και αποτέλεσμα των γενικευμένων αλλαγών αλλά κρύβουν μέσα και έχουν ως αιτία και την έως τότε διαχείριση και εκμετάλλευση της εργασίας. Η εμφάνιση και διασπορά του covid-19, η απώλεια ανθρώπων και η διάλυση της κοινωνικής ζωής με την απειλή εξάπλωσης αυτού, συνιστά μια σοβαρή ανθρωπιστική κρίση, που κατήργησε οποιαδήποτε εργασιακή συνθήκη και ανέδειξε με βίαιο τρόπο τις αντιδραστικές αλλαγές που έχουν συντελεσθεί στις εργασιακές σχέσεις και τους νέους τρόπους εκμετάλλευσης.
Η εμφάνιση του covid-19 και η καταπολέμηση του δεν είναι μόνο θέμα υγειονομικών μέτρων αλλά όπως αποδείχθηκε αφορά κάθε τομέα την κοινωνικής ζωής, πόσο μάλιστα της εργασίας. Η στέγη, η υγεία, η εργασία, το περιβάλλον οι μετακινήσεις η τροφή όλα μαζί άρρηκτα συνδεδεμένα αλληλένδετα και αλληλοεπηρεαζόμενα ορίζουν το μέτρο της ατομικής και κοινωνικής δράσης και το επίπεδο του πολιτισμό, τυγχάνουν συνταγματικής προστασίας και μέσω αυτής κρατικής εγγύησης και η προστασία τους προβλέπεται στην Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Η εργασία και οι όροι αυτής αναδεικνύονται σε πρωτεύοντα παράγοντα για την συγκρότηση λειτουργία και εξέλιξη των κοινωνιών.
Οι αλλαγές που γίνονται στον τρόπο παροχής της εργασίας με αφορμή την πανδημία και των δραστικό περιορισμό των κοινωνικών επαφών δεν είναι ευκαιριακές.
Καταρχάς η συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων, που απασχολούνται στον πρωτογενή τομέα, στις κατασκευές, στον τομέα των τροφίμων , στον κλάδο της υγείας, στην παροχή τηλεφωνικών υπηρεσιών, στον τραπεζικό τομέα, στο δημόσιο εξακολουθούν να εργάζονται με τον ίσιο τόπο και τον ίδιο τρόπο που παρείχαν την εργασία του πριν την έλευση της κρίσης. Πρόκειται για έναν αριθμό που υπερβαίνει το 1.500.000,00 €, αριθμός καθόλου ευκαταφρόνητος αν σκεφτεί κανείς ότι η απαγόρευση των μετακινήσεων είναι το πρώτο δογματικό μέτρο για την αποφυγή της εξάπλωσης της πανδημίας. Οι εργαζόμενοι αυτοί μαζί με τους εργαζομένους στον τουρισμό είναι οι απόκληροι της ηλεκτρονικής και ψηφιακής επανάστασης, συγκροτούν το εργατικό δυναμικό που σε δύσκολες συνθήκες εργασίες θα παρέχουν την εργασία τους για να εξασφαλίζεται ο ελάχιστον ρυθμός λειτουργίας και ανάπτυξης του κράτους και του κεφαλαίου.
Στο απαραίτητο αυτό εργατικό δυναμικό προστίθενται και οι εργαζόμενοι στον κλάδο της πληροφορικής όπου η κύρια μορφή εργασίας είναι η τηλεργασία. Ο κλάδος αυτός είναι το πειραματικό εργαστήριο για την σχετικοποίηση και την ελαστικοποίηση του εργασίμου χρόνου, την αντικατάσταση της διάθεσης της εργατικής δύναμης και των ουσιωδών όρων της εργασιακής σύμβασης με την μέτρηση της ανθρωποώρας και την καθημερινή εκτίμηση της απόδοσης μέσω συστημάτων αξιολόγησης, την πλήρη σύγχυση του εργασιακού με τον ελεύθερο χρόνο, την δραστική μείωση του κόστους εργασίας και την απόλυτη εργαλειακή οργάνωση της εργασίας.
Στο σύνολο των εργαζομένων και εν απουσία συνδικαλιστικού κινήματος, δημιουργείται και θα δημιουργηθεί μια εκκωφαντική συναίνεση για διάσωση των επιχειρήσεων και της οικονομίας με μείωση των μισθών και περιστολή των εργασιακών δικαιωμάτων. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο κλάδο της διάθεσης των τροφίμων κα του φαρμάκου ενώ οι εταιρείες έχουν πολλαπλασιάσει τα κέρδη τους με αφορμή την πανδημία και οι εργαζόμενοι παρέχουν την εργασία τους υπό συνθήκες επικίνδυνες για την υγεία τους, δεν θεσμοθετείται επίδομα επικίνδυνης εργασίας και δεν τηρούνται οι όροι υγιεινής και ασφαλείας. Η κατάσταση είναι δυσχερής εξαιτίας της περιστολής των μισθών κατά την τελευταία δεκαετία, του νομοθετικού περιορισμού της διαπραγματευτικής ικανότητας των σωματείων των εργαζομένων και της επέκτασης των ελαστικών μορφών εργασίας.
Αντιλαμβανόμενη την σοβαρή κοινωνική κρίση που δημιουργεί η εμφάνιση της πανδημίας, η πολιτεία επέλεξε σε συνέχεια και σε συνέπεια των προηγούμενων νομοθετημάτων να παράσχει περαιτέρω δυνατότητα στους εργοδότες για την επιβολή μορφών ελαστικής εργασίας. Ειδικότερα με το άρθρο 9 της από 20-3-2020 ΠΝΠ ( ΦΕΚ 68/Α/20-3-2020 ) έδωσε τη δυνατότητα για επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας χωρίς προηγούμενη συναίνεση διαβούλευση με τους εργαζομένους για την επιβολή εκ περιτροπής εργασίας 2 εβδομάδες το μήνα για το 50% τουλάχιστον των εργαζομένων με αντίστοιχη φυσικά μείωση των αποδοχών. Το μέτρο αυτό μπορεί να διαρκέσει έως έξι μήνες. Η ανωτέρω ρύθμιση δεν έχει καμία δικαιολογητική βάση για την αντιμετώπιση της διάδοσης του covid-19, το σύστημα δε επιβολής εκ περιτροπής εργασίας που έχει θεσπιστεί με το Ν 3846/2010 και το οποίο δεν καταργήθηκε με την παρούσα ρύθμιση παρείχε πλήρη εξασφάλιση στον εργοδότη. Με την παρούσα ρύθμιση καταργήθηκε η υποχρέωση για διαβούλευση και ορίστηκε το χρονικό όριο των δύο εβδομάδων το μήνα.
Εν συνεχεία με την ίδια ΠΝΠ ανέστειλε την λειτουργία επιχειρήσεων και έδωσε τη δυνατότητα να αναστέλλουν μονομερώς την εργασιακή σχέση με μόνο την προϋπόθεση την υπαγωγής της επιχείρησης σε ΚΑΔ κύρια ή δευτερεύουσας δραστηριότητας. Ενώ η πρώτη περίπτωση, του κλεισίματος της επιχείρησης με διοικητική απόφαση, κρίνεται ότι συνιστά λόγος ανωτέρας βίας, στην δεύτερη περίπτωση παραχώρησε το δικαίωμα αποκλειστικά στον εργοδότη, στα πλαίσια του διευθυντικού του δικαιώματος, να αναστέλλει την εργασιακή σχέση. Η αναστολή της εργασιακής σχέσης συνιστά εξαιρετικό γεγονός και δεν μπορεί να επιβάλλεται σε περίπτωση μείωσης του κύκλου δραστηριότητας. Η θεσμοθέτηση ίσως άδειας για λόγους προστασίας της υγείας των εργαζομένων και η πλήρη κάλυψη των μισθολογικών παροχών των εργαζομένων από το λογαριασμό που έχει σχηματιστεί από εισφορές εργοδοτών και εργαζομένων στον ΟΑΕΔ είναι δικαιότερη λύση.
Αντί αυτού προκειμένου να αρθούν οι δυσμενείς συνέπειες της αναστολής θέσπισε επίδομα 800 ευρώ που αφορά χρονικό διάστημα 45 ημερών. Με το άρθρο 4 της ΥΑ 12998/28-3-2020 έδωσε τη δυνατότητα σε εργαζομένους που η εργασιακή τους σχέση είναι σε αναστολή να εργάζονται με τηλεργασία και ο εργοδότης να συμπληρώνει το υπόλοιπο πέρα των 800 ευρώ ποσό μέχρι την κάλυψη των τακτικών αποδοχών του. Πρόσθεσε βέβαια τον αόριστο και επιδεκτικό διαφόρων ερμηνειών όρο για πρόσκαιρες ανάγκες της επιχείρησης. Με τη ρύθμιση αυτή καταφαίνεται ότι με την αποζημίωση ειδικού σκοπού η πολιτεία θέλησε να απαλλάξει τους εργοδότες από τις νόμιμες υποχρεώσεις και ανέλαβε την καταβολή αντί για αυτούς των μισθολογικών παροχών. Αυτό φανερώνεται καλύτερα στην απόφαση της να απαλλάξει μεγάλο μέρος των εργοδοτών από την υποχρέωση καταβολής Επιδόματος εορτών Πάσχα που ανεστάλη η λειτουργία τους με διοικητική απόφαση, ενώ μετέθεσε το χρόνο καταβολής του για τις επιχειρήσεις που πλήττονται στις 30-6-2020.
Επιπλέον αντί να εξασφαλίσει την πλήρη στήριξη της οικογένειας, του παιδιού και της μητρότητας, με χορήγηση πλήρους άδειας για το σκοπό αυτό, θεσμοθέτησε την άδεια ειδικού σκοπού με την υποχρέωση του εργαζόμενου να λαμβάνει μία μέρα από την άδεια αναπαύσεως της και επιβαρύνοντας τον εργοδότη με τις αποδοχές μόνο δύο ημερών, επιτυγχάνοντας με τον τρόπο αυτό σοβαρή παρέμβαση στο σύστημα αδειών στηρίζοντας τον εργοδότη και όχι προστατεύοντας την άδεια του εργαζομένου.
Αντιλαμβανόμενη τους επαχθείς όρους των παρεμβάσεων αυτών η πολιτεία αναποτελεσματικά, αποσπασματικά και με μοναδικό σκοπό τη δημιουργία εντυπώσεων θεσπίζει διατάξη για δήθεν διασφάλιση των εργασιακών σχέσεων. Έτσι με το άρθρο 9 απρ. γ της από 20/3/2020 που αφορά το σύστημα εκ περιτροπής εργασίας προκρίνει τη διατήρηση των θέσεων εργασίας και όχι την απαγόρευση καταγγελίας των συμβάσεων χωρίς μάλιστα να προβλέπει καμία κύρωση σε περίπτωση παραβίασης του. Μάλιστα δίνει το δικαίωμα σε ομίλους επιχειρήσεων να μεταφέρουν εργαζομένους από μία εταιρεία στην άλλη του ίδιου ομίλου χωρίς την τήρηση των διατάξεων περί μεταβίβασης επιχείρησης ( ΠΔ 178/2002 ) ή μεταβίβαση εργασιακής σχέσης ( πχ δανρισμός εργαζομένου ) . Εν συνέχεια για τις επιχειρήσεις που έχει ανασταλεί η επιχειρηματική τους δραστηριότητα με εντολή δημόσιας αρχής αναφέρει ότι δεν μπορούν να προβούν σε μειώσεις προσωπικού με καταγγελία ων συμβάσεων εργασίας. Είναι αδύνατη η καταγγελία των συμβάσεων επιχείρησης που είναι σε αναστολή. Άλλωστε ο εργοδότης δεν έχει κανένα λόγω να καταγγείλει τη σύμβαση διότι όπως προβλέπεται με το άρθρο 1 παρ. 1 της ΥΑ 12998/32 λόγω της συνδρομής των προϋποθέσεων ανωτέρας βίας ο εργοδότης δεν έχει υποχρέωση στην καταβολή του μισθού. Για τη επιχειρήσεις που πλήττονται σημαντικά και αναστέλλουν εργασιακές σχέσεις προβλέπεται η ακυρότητα καταγγελία που θα γίνει κατά το χρονικό διάστημα της αναστολής , το οποίο δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 45 μέρες και για επιπλέον 45 μέρες μετά τη λήξη αυτής. Ο χρονικός αυτός περιορισμός δεν βρίσκει δικαιολογητικό έρεισμα. Δεν μπορεί να παρέχεται στον εργοδότη 6 δυνατότητα για σύστημα εκ περιτροπής εργασίας έξι μηνών και η απαγόρευση καταγγελίας να έχει διάρκεια 45 ημερών και 45 ημερών σύνολο τριών μηνών. Οι θέσεις εργασίας θα πρέπει να εξασφαλιστούν για χρονικό διάστημα τουλάχιστον ενός έτους προκειμένου να αποτραπεί δραστική μείωση του εισοδήματος των εργαζομένων.
Στην κοινωνική κρίση εξαιτίας της πανδημίας η πολιτεία ανέλαβε να παρέμβει στις εργασιακές σχέσεις. Μόνο που ο πυρήνας των μέτρων αφήνουν την ίδια δυσοσμία που δοκίμασαν και δοκιμάζουν οι εργαζόμενοι εξαιτίας των μνημονικών ρυθμίσεων. Ας μη γίνει η πανδημία ακόμη μια αφορμή για την περαιτέρω διάλυση των εργασιακών δικαιωμάτων.